σαβάξας

σαβάξας
σαβάξᾱς , σαβάζω
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σαβάξας — Σαβάξᾱς , Σαβάζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαβάζω — (I) και σαββάζω Α [Σαβάζιος] συμμετέχω στην εορτή τού Σαβαζίου, στα Σαβάζια μυστήρια. (II) Α (κατά τον Ησύχ.) «σαβάξας διασκεδάσας, διασαλεύσας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. τού επιθ. σαβακός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”